- ἀψευδές
- ἀψευδήςwithout deceitmasc/fem voc sgἀψευδήςwithout deceitneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αψευδές — (apseudes). Γένος μαλακόστρακων περκαριδών αρθροπόδων της οικογένειας των ταναϊδών. Ζουν στις θάλασσες της Β Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Είναι μικρά σε μέγεθος και συνήθως βρίσκονται μέσα σε υπόγειες τρύπες και στοές … Dictionary of Greek
нелъжьно — (4*) нар. Действительно, истинно: се неложно хлѣбъ ѥгоже ре(ч). ˫ако тѣло ѥсть. Пр 1383, 29г; и неложно нашего исповѣдани˫а. и положенье схранѧюще пре(д) б҃мъ. (ἀδιαψεύστоυς) ФСт XIV, 176б; Таковыи азъ гла(с) слышавъ и неложно его разумѣвъ. ѡну… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
нелъжьныи — (40) пр. 1. Правдивый, не ложный: Не лъжьнъ рекыи. приходѧштѧаго къ мънѣ не иж(д)енѹ вънъ. Изб 1076, 57; нелъжна˫а рекоша ѹста живаго хлѣба съ нб҃се съшьдъшаго. УСт XII/XIII, 203 об.; старець же ѿверзъ неложна˫а сво˫а ѹста. и хотѧщюю быти… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αψευδής — ές (AM ἀψευδής, ές) 1. ειλικρινής, φιλαλήθης 2. αληθινός, πραγματικός, αναμφισβήτητος μσν. 1. (με παράλειψη του ουσ.) ὁ Ἀψευδής ο Χριστός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀψευδές α) η αλήθεια β) η αξιοπιστία αρχ. αλάνθαστος, ακριβής … Dictionary of Greek